ὀρχηστικά

ὀρχηστικά
ὀρχηστικός
of
neut nom/voc/acc pl
ὀρχηστικά̱ , ὀρχηστικός
of
fem nom/voc/acc dual
ὀρχηστικά̱ , ὀρχηστικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀρχηστικάς — ὀρχηστικά̱ς , ὀρχηστικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιμωδός — ὁ, Α ηθοποιός, όπως και ο ιλαρωδός, που υποκρινόταν ταπεινά ανδρικά και γυναικεία πρόσωπα, έψαλλε σιμωδίες και εκτελούσε ορχηστικά παντομιμικά σχήματα με τη συνοδεία έγχορδων μουσικών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σῖμος(βλ. λ. σιμός) + ῳδός (< ᾠδή),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”